Definify.com

Definition 2024


απορρίπτομαι

απορρίπτομαι

Greek

Verb

απορρίπτομαι (aporríptomai) (simple past απορρίφθηκα or απορρίφτηκα, active form απορρίπτω)

  1. be rejected
    το αίτημα των μαθητών απορρίφθηκεto aítima ton mathitón aporrífthike ― the students' request was rejected

Conjugation

This verb needs an inflection-table template.