Definify.com
Definition 2024
απορροή
απορροή
Greek
Noun
απορροή • (aporroí) f (plural απορροές)
Declension
declension of απορροή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απορροή | απορροές |
genitive | απορροής | απορροών |
accusative | απορροή | απορροές |
vocative | απορροή | απορροές |
Related terms
- ροή f (roí, “flow, course”)
- λεκάνη απορροής f (lekáni aporroís, “drainage basin”)
External links
- Λεκάνη απορροής on the Greek Wikipedia.Wikipedia el