Definify.com
Definition 2024
αποστάτισσα
αποστάτισσα
Greek
Noun
αποστάτισσα • (apostátissa) f (plural αποστάτισσες, masculine αποστάτης)
Declension
declension of αποστάτισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποστάτισσα | αποστάτισσες |
genitive | αποστάτισσας | αποστατισσών |
accusative | αποστάτισσα | αποστάτισσες |
vocative | αποστάτισσα | αποστάτισσες |
Related terms
- see: αποστάτης m (apostátis, “apostate”)