Definify.com
Definition 2024
αποστακτήρας
αποστακτήρας
Greek
Noun
αποστακτήρας • (apostaktíras) m (plural αποστακτήρες)
Declension
declension of αποστακτήρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποστακτήρας | αποστακτήρες |
genitive | αποστακτήρα | αποστακτήρων |
accusative | αποστακτήρα | αποστακτήρες |
vocative | αποστακτήρα | αποστακτήρες |
Related terms
- see: αποστάζω (apostázo, “to distil”)