Definify.com
Definition 2025
αποστακτήρας
αποστακτήρας
Greek
Noun
αποστακτήρας • (apostaktíras) m (plural αποστακτήρες)
Declension
declension of αποστακτήρας
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αποστακτήρας | αποστακτήρες |
| genitive | αποστακτήρα | αποστακτήρων |
| accusative | αποστακτήρα | αποστακτήρες |
| vocative | αποστακτήρα | αποστακτήρες |
Related terms
- see: αποστάζω (apostázo, “to distil”)