Definify.com
Definition 2024
αποσύνθεση
αποσύνθεση
Greek
Noun
αποσύνθεση • (aposýnthesi) f (plural αποσυνθέσεις)
- breakdown, decomposition
- decomposition, decay, putrefaction, putridity, rot
- disintegration, disorganisation
Declension
declension of αποσύνθεση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποσύνθεση | αποσυνθέσεις |
genitive | αποσύνθεσης / αποσυνθέσεως | αποσυνθέσεων |
accusative | αποσύνθεση | αποσυνθέσεις |
vocative | αποσύνθεση | αποσυνθέσεις |