Definify.com
Definition 2024
αποτέφρωση
αποτέφρωση
Greek
Noun
αποτέφρωση • (apotéfrosi) f (plural αποτεφρώσεις)
Declension
declension of αποτέφρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποτέφρωση | αποτεφρώσεις |
genitive | αποτέφρωσης / αποτεφρώσεως | αποτεφρώσεων |
accusative | αποτέφρωση | αποτεφρώσεις |
vocative | αποτέφρωση | αποτεφρώσεις |