Definify.com
Definition 2024
αποτσίγαρο
αποτσίγαρο
Greek
Noun
αποτσίγαρο • (apotsígaro) n (plural αποτσίγαρα)
Declension
declension of αποτσίγαρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποτσίγαρο | αποτσίγαρα |
genitive | αποτσίγαρου | αποτσίγαρων |
accusative | αποτσίγαρο | αποτσίγαρα |
vocative | αποτσίγαρο | αποτσίγαρα |
Synonyms
- γόπα f (gópa) (colloquial)