Definify.com

Definition 2024


αποχαιρετιέμαι

αποχαιρετιέμαι

Greek

Verb

αποχαιρετιέμαι (apochairetiémai) (simple past αποχαιρετήθηκα, active form αποχαιρετώ, passive)

  1. passive of αποχαιρετώ (apochairetó)

Conjugation

This verb needs an inflection-table template.