Definify.com
Definition 2024
απρόσωπο_ρήμα
απρόσωπο ρήμα
Greek
Noun
απρόσωπο ρήμα • (aprósopo ríma) n (plural απρόσωπα ρήματα)
Declension
External links
- απρόσωπο ρήμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
απρόσωπο ρήμα • (aprósopo ríma) n (plural απρόσωπα ρήματα)