Definify.com
Definition 2024
απόγεμα
απόγεμα
Greek
Noun
απόγεμα • (apógema) n (plural απογέματα)
- Rare form of απόγευμα (apógevma).
Declension
declension of απόγεμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόγεμα | απογέματα |
genitive | απογέματος | απογεμάτων |
accusative | απόγεμα | απογέματα |
vocative | απόγεμα | απογέματα |