Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
απόγονος
απόγονος
Greek
Noun
απόγονος
•
(
apógonos
)
m
,
f
(
plural
απόγονοι
)
descendant
,
progeny
child
,
offspring
Declension
declension of
απόγονος
singular
plural
nominative
απόγονος
απόγονοι
genitive
απογόνου
απογόνων
accusative
απόγονο
απογόνους
vocative
απόγονε
απόγονοι
Synonyms
(
descendant
)
:
βλαστός
m
(
vlastós
,
“
scion
”
)
Etymology
απο-
(
apo-
,
“
from
”
)
+
γόνος
(
gónos
,
“
descendant
”
)
Similar Results