Definify.com
Definition 2025
απόπειρες
απόπειρες
Greek
Noun
απόπειρες • (apópeires) f
- Nominative plural form of απόπειρα (apópeira).
- Accusative plural form of απόπειρα (apópeira).
- Vocative plural form of απόπειρα (apópeira).
απόπειρες • (apópeires) f