Definify.com
Definition 2024
απόσταξη
απόσταξη
Greek
Noun
απόσταξη • (apóstaxi) f (plural αποστάξεις)
Declension
declension of απόσταξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόσταξη | αποστάξεις |
genitive | απόσταξης / αποστάξεως | αποστάξεων |
accusative | απόσταξη | αποστάξεις |
vocative | απόσταξη | αποστάξεις |
Related terms
- see: αποστάζω (apostázo, “to distil”)
External links
- απόσταξη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el