Definify.com
Definition 2024
απόστημα
απόστημα
Greek
Noun
απόστημα • (apóstima) n (plural αποστήματα)
- (medicine) abscess
- (mathematics) απόστημα χορδής, a particular type of chord.
Declension
declension of απόστημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόστημα | αποστήματα |
genitive | αποστήματος | αποστημάτων |
accusative | απόστημα | αποστήματα |
vocative | απόστημα | αποστήματα |