Definify.com
Definition 2024
απόσυρση
απόσυρση
Greek
Noun
απόσυρση • (apósyrsi) f (plural αποσύρσεις)
- withdrawal (an act of withdrawing: money, by an army, from sale, psychologically, etc)
Declension
declension of απόσυρση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόσυρση | αποσύρσεις |
genitive | απόσυρσης / αποσύρσεως | αποσύρσεων |
accusative | απόσυρση | αποσύρσεις |
vocative | απόσυρση | αποσύρσεις |