Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
από-
από-
See also:
ΑΠΟ
,
από
,
ἀπό
,
ἄπο
,
απο-
,
ἀπο-
,
and
Α.Π.Ο.
Greek
Prefix
από-
•
(
apó-
)
Alternative form of
απο-
(
apo-
)
Similar Results