Definify.com
Definition 2024
αράχνη
αράχνη
See also: ἀράχνη
Greek
Noun
αράχνη • (aráchni) f (plural αράχνες)
Declension
declension of αράχνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αράχνη | αράχνες |
genitive | αράχνης | αραχνών |
accusative | αράχνη | αράχνες |
vocative | αράχνη | αράχνες |
Related terms
- αραχνιάζω (arachniázo, “to be covered with spiders' webs”)
- αράχνιασμα n (aráchniasma, “web making”)
- αραχνοειδής (arachnoeidís, “weblike”)
- άραχνος (árachnos, “unfortunate, seedy”)
- αραχνοΰφαντος (arachnoÿ́fantos, “weblike, diaphanous”)