Definify.com
Definition 2024
αρθραλγία
αρθραλγία
Greek
Noun
αρθραλγία • (arthralgía) f (plural αρθραλγίες)
- (medicine) arthralgia (pain in a joint)
Declension
declension of αρθραλγία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρθραλγία | αρθραλγίες |
genitive | αρθραλγίας | αρθραλγιών |
accusative | αρθραλγία | αρθραλγίες |
vocative | αρθραλγία | αρθραλγίες |
Related terms
- αρθριτικά n pl (arthritiká, “arthritis”)