Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αριβιστής
αριβιστής
Greek
Noun
αριβιστής
•
(
arivistís
)
m
(
plural
αριβιστές
)
Alternative form of
αριβίστας
(
arivístas
)
Declension
declension of
αριβιστής
singular
plural
nominative
αριβιστής
αριβιστές
genitive
αριβιστή
αριβιστών
accusative
αριβιστή
αριβιστές
vocative
αριβιστή
αριβιστές
Similar Results