Definify.com
Definition 2024
αρμαδίλλος
αρμαδίλλος
Greek
Noun
αρμαδίλλος • (armadíllos) m (plural αρμαδίλλοι)
- Alternative form of αρμαντίλλο (armantíllo) (armadillo)
Declension
declension of αρμαδίλλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρμαδίλλος | αρμαδίλλοι |
genitive | αρμαδίλλου | αρμαδίλλων |
accusative | αρμαδίλλο | αρμαδίλλους |
vocative | αρμαδίλλε | αρμαδίλλοι |