Definify.com
Definition 2024
αρραβωνιαστικός
αρραβωνιαστικός
Greek
Noun
αρραβωνιαστικός • (arravoniastikós) m (plural αρραβωνιαστικοί, feminine αρραβωνιαστικιά)
Declension
declension of αρραβωνιαστικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρραβωνιαστικός | αρραβωνιαστικοί |
genitive | αρραβωνιαστικού | αρραβωνιαστικών |
accusative | αρραβωνιαστικό | αρραβωνιαστικούς |
vocative | αρραβωνιαστικέ | αρραβωνιαστικοί |