Definify.com
Definition 2024
αρτηρία
αρτηρία
See also: ἀρτηρία
Greek
Noun
αρτηρία • (artiría) f (plural αρτηρίες)
- (anatomy, physiology) artery (blood vessel)
- (figuratively) arterial or main road
- H πόλη έχει τρεις βασικές οδικές αρτηρίες. (the city has three arterial roads)
Declension
declension of αρτηρία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτηρία | αρτηρίες |
genitive | αρτηρίας | αρτηριών |
accusative | αρτηρία | αρτηρίες |
vocative | αρτηρία | αρτηρίες |
See also
- gloss-vein f (gloss-vein)
External links
- αρτηρία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el