Definify.com
Definition 2024
αρτοσκεύασμα
αρτοσκεύασμα
Greek
Noun
αρτοσκεύασμα • (artoskévasma) n (plural αρτοσκευάσματα)
Declension
declension of αρτοσκεύασμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτοσκεύασμα | αρτοσκευάσματα |
genitive | αρτοσκευάσματος | αρτοσκευασμάτων |
accusative | αρτοσκεύασμα | αρτοσκευάσματα |
vocative | αρτοσκεύασμα | αρτοσκευάσματα |