Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αρχιναύαρχο
αρχιναύαρχο
Greek
Noun
αρχιναύαρχο
•
(
archinávarcho
)
m
Accusative
singular
form of
αρχιναύαρχος
(
archinávarchos
)
.
Similar Results