Definify.com
Definition 2024
αρχιτεκτόνισσα
αρχιτεκτόνισσα
Greek
Noun
αρχιτεκτόνισσα • (architektónissa) f (plural αρχιτεκτόνισσες, masculine αρχιτέκτονας)
- (colloquial) architect
Declension
declension of αρχιτεκτόνισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιτεκτόνισσα | αρχιτεκτόνισσες |
genitive | αρχιτεκτόνισσας | αρχιτεκτονισσών |
accusative | αρχιτεκτόνισσα | αρχιτεκτόνισσες |
vocative | αρχιτεκτόνισσα | αρχιτεκτόνισσες |