Definify.com
Definition 2024
αρχόντισσα
αρχόντισσα
Greek
Noun
αρχόντισσα • (archóntissa) f (plural αρχόντισσες, masculine άρχοντας)
Declension
declension of αρχόντισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχόντισσα | αρχόντισσες |
genitive | αρχόντισσας | αρχοντισσών |
accusative | αρχόντισσα | αρχόντισσες |
vocative | αρχόντισσα | αρχόντισσες |