Definify.com
Definition 2024
ασβεστόλιθος
ασβεστόλιθος
Greek
Noun
ασβεστόλιθος • (asvestólithos) m (plural ασβεστόλιθοι)
Declension
declension of ασβεστόλιθος
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ασβεστόλιθος | ασβεστόλιθοι | |
genitive | ασβεστόλιθου / ασβεστολίθου | ασβεστόλιθων / ασβεστολίθων | |
accusative | ασβεστόλιθο | ασβεστόλιθους / ασβεστολίθους | |
vocative | ασβεστόλιθε | ασβεστόλιθοι | |
Where there are two forms the paroxytone is more common. |
Related terms
- see: ασβέστιο n (asvéstio, “calcium”)