Definify.com
Definition 2024
ασθένεια
ασθένεια
See also: ἀσθένεια
Greek
Noun
ασθένεια • (asthéneia) f (plural ασθένιες)
Declension
declension of ασθένεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασθένεια | ασθένειες |
genitive | ασθένειας | ασθενειών |
accusative | ασθένεια | ασθένειες |
vocative | ασθένεια | ασθένειες |
Synonyms
- (disease, illness): αρρώστια f (arróstia)
- (disease): νόσος f (nósos)
- (disease): πάθηση f (páthisi)
See also
- ναυτία f (naftía, “nausea”)