Definify.com
Definition 2024
αστακός
αστακός
See also: Ἄστακος
Greek
Noun
αστακός • (astakós) m (plural αστακοί)
Declension
declension of αστακός
See also
- Αστακός (μαλακόστρακο) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
αστακός • (astakós) m (plural αστακοί)