Definify.com
Definition 2024
αστερισμός
αστερισμός
Greek
Noun
αστερισμός • (asterismós) m (plural αστερισμοί)
Declension
declension of αστερισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αστερισμός | αστερισμοί |
genitive | αστερισμού | αστερισμών |
accusative | αστερισμό | αστερισμούς |
vocative | αστερισμέ | αστερισμοί |