Definify.com
Definition 2024
αστεροειδής_κινητήρας
αστεροειδής κινητήρας
Greek
Noun
αστεροειδής κινητήρας • (asteroeidís kinitíras) m (uncountable)
- (enginerring) radial engine
Declension
- see: αστεροειδής (asteroeidís) and κινητήρας (kinitíras)