Definify.com
Definition 2024
αστεροσκοπείο
αστεροσκοπείο
Greek
Noun
αστεροσκοπείο • (asteroskopeío) n (plural αστεροσκοπεία)
Declension
declension of αστεροσκοπείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αστεροσκοπείο | αστεροσκοπεία |
genitive | αστεροσκοπείου | αστεροσκοπείων |
accusative | αστεροσκοπείο | αστεροσκοπεία |
vocative | αστεροσκοπείο | αστεροσκοπεία |
See also
- αστεροσκοπείο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el