Definify.com
Definition 2024
αστιγματικοί
αστιγματικοί
Greek
Adjective
αστιγματικοί • (astigmatikoí)
- Nominative masculine plural form of αστιγματικός (astigmatikós).
- Vocative masculine plural form of αστιγματικός (astigmatikós).
αστιγματικοί • (astigmatikoí)