Definify.com
Definition 2024
αστιγματισμός
αστιγματισμός
Greek
Noun
αστιγματισμός • (astigmatismós) m (plural αστιγματισμοί)
- (optics, pathology) astigmatism
Declension
declension of αστιγματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αστιγματισμός | αστιγματισμοί |
genitive | αστιγματισμού | αστιγματισμών |
accusative | αστιγματισμό | αστιγματισμούς |
vocative | αστιγματισμέ | αστιγματισμοί |