Definify.com
Definition 2024
ασυμφωνία
ασυμφωνία
Greek
Noun
ασυμφωνία • (asymfonía) f (plural ασυμφωνίες)
- disagreement, lack of agreement
- (music) dissonance
Declension
declension of ασυμφωνία
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ασυμφωνία | ασυμφωνίες | |
genitive | ασυμφωνίας | ασυμφωνιών | |
accusative | ασυμφωνία | ασυμφωνίες | |
vocative | ασυμφωνία | ασυμφωνίες | |
The genitive plural form is rare |
Synonyms
- παραφωνία f (parafonía)
- αντιγνωμία f (antignomía)
- διαφωνία f (diafonía)
- διχογνωμία f (dichognomía)
Antonyms
- (disagreement): συμφωνία f (symfonía, “agreement”)