Definify.com
Definition 2024
ατμόσφαιρα
ατμόσφαιρα
Greek
Noun
ατμόσφαιρα • (atmósfaira) f (plural ατμόσφαιρες)
- atmosphere (planetary)
- Η ατμόσφαιρα της Γης αποτελείται κατά 21% από οξυγόνο.
- I atmósfaira tis Gis apoteleítai katá 21% apó oxygóno.
- The atmosphere of the Earth consists of 21% oxygen.
- Η ατμόσφαιρα της Γης αποτελείται κατά 21% από οξυγόνο.
- atmosphere, air (in a room)
- atmosphere (unit of pressure - 1.013 bar or 760mm Hg)
- (figuratively) atmosphere (mood or feeling)
- η ζεστή και φιλική ατμόσφαιρα στα μπαρ ― i zestí kai filikí atmósfaira sta bar ― the warm and friendly atmosphere in the bar
Declension
declension of ατμόσφαιρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ατμόσφαιρα | ατμόσφαιρες |
genitive | ατμόσφαιρας | ατμοσφαιρών |
accusative | ατμόσφαιρα | ατμόσφαιρες |
vocative | ατμόσφαιρα | ατμόσφαιρες |