Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ατομικές_βόμβες
ατομικές βόμβες
Greek
Noun
ατομικές
βόμβες
•
(
atomikés vómves
)
f
Plural
form of
ατομική βόμβα
(
atomikí vómva
)
.
Similar Results