Definify.com
Definition 2024
αυνανιστής
αυνανιστής
Greek
Noun
αυνανιστής • (avnanistís) m (plural αυνανιστές)
Declension
declension of αυνανιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυνανιστής | αυνανιστές |
genitive | αυνανιστή | αυνανιστών |
accusative | αυνανιστή | αυνανιστές |
vocative | αυνανιστή | αυνανιστές |
Synonyms
- (colloquial): μαλάκας m (malákas)
Related terms
- see: αυνανισμός m (avnanismós, “masturbation”)