Definify.com
Definition 2025
αυστηρότητα
αυστηρότητα
Greek
Noun
αυστηρότητα • (afstirótita) f (plural αυστηρότητες)
Declension
declension of αυστηρότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αυστηρότητα | αυστηρότητες |
| genitive | αυστηρότητας | αυστηροτήτων |
| accusative | αυστηρότητα | αυστηρότητες |
| vocative | αυστηρότητα | αυστηρότητες |
Related terms
- see: αυστηρός (afstirós, “strict”)