Definify.com
Definition 2024
αυτοκράτειρα
αυτοκράτειρα
Greek
Noun
αυτοκράτειρα • (aftokráteira) f (plural αυτοκράτειρες, masculine αυτοκράτορας)
Declension
declension of αυτοκράτειρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοκράτειρα | αυτοκράτειρες |
genitive | αυτοκράτειρας | αυτοκρατειρών |
accusative | αυτοκράτειρα | αυτοκράτειρες |
vocative | αυτοκράτειρα | αυτοκράτειρες |
Synonyms
- αυτοκρατόρισσα f (aftokratórissa)
Related terms
- see: αυτοκράτορας m (aftokrátoras, “emperor”)