Definify.com
Definition 2024
αυτοχειρία
αυτοχειρία
Greek
Noun
αυτοχειρία • (aftocheiría) f (plural αυτοχειρίες)
- suicide (the act)
Declension
declension of αυτοχειρία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοχειρία | αυτοχειρίες |
genitive | αυτοχειρίας | αυτοχειριών |
accusative | αυτοχειρία | αυτοχειρίες |
vocative | αυτοχειρία | αυτοχειρίες |
Synonyms
- αυτοκτονία f (aftoktonía)
Related terms
- αυτόχειρας m, f (aftócheiras, “person committing suicide”)