Definify.com
Definition 2024
αυτόγραφο
αυτόγραφο
Greek
Noun
αυτόγραφο • (aftógrafo) n (plural αυτόγραφα)
- autograph (signed inscription)
Declension
declension of αυτόγραφο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτόγραφο | αυτόγραφα |
genitive | αυτόγραφου | αυτόγραφων |
accusative | αυτόγραφο | αυτόγραφα |
vocative | αυτόγραφο | αυτόγραφα |