Definify.com
Definition 2024
αφαίρεση
αφαίρεση
Greek
Noun
αφαίρεση • (afaíresi) f (plural αφαιρέσεις)
Declension
declension of αφαίρεση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αφαίρεση | αφαιρέσεις |
genitive | αφαίρεσης / αφαιρέσεως | αφαιρέσεων |
accusative | αφαίρεση | αφαιρέσεις |
vocative | αφαίρεση | αφαιρέσεις |
See also
- πρόσθεση f (prósthesi, “addition”)