Definify.com
Definition 2025
αφαλάτωση
αφαλάτωση
Greek
Noun
αφαλάτωση • (afalátosi) f (plural αφαλατώσεις)
Declension
declension of αφαλάτωση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αφαλάτωση | αφαλατώσεις | 
| genitive | αφαλάτωσης / αφαλατώσεως | αφαλατώσεων | 
| accusative | αφαλάτωση | αφαλατώσεις | 
| vocative | αφαλάτωση | αφαλατώσεις |