Definify.com
Definition 2024
αφαλάτωση
αφαλάτωση
Greek
Noun
αφαλάτωση • (afalátosi) f (plural αφαλατώσεις)
Declension
declension of αφαλάτωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αφαλάτωση | αφαλατώσεις |
genitive | αφαλάτωσης / αφαλατώσεως | αφαλατώσεων |
accusative | αφαλάτωση | αφαλατώσεις |
vocative | αφαλάτωση | αφαλατώσεις |