Definify.com
Definition 2024
αφιέρωση
αφιέρωση
Greek
Noun
αφιέρωση • (afiérosi) f (plural αφιερώσεις)
- dedication (inscription in book, etc)
- dedication (acting with purpose)
Declension
declension of αφιέρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αφιέρωση | αφιερώσεις |
genitive | αφιέρωσης / αφιερώσεως | αφιερώσεων |
accusative | αφιέρωση | αφιερώσεις |
vocative | αφιέρωση | αφιερώσεις |