Definify.com
Definition 2024
αχλαδιά
αχλαδιά
See also: αχλάδια
Greek
Noun
αχλαδιά • (achladiá) f (plural αχλαδιές)
Declension
declension of αχλαδιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αχλαδιά | αχλαδιές |
genitive | αχλαδιάς | αχλαδιών |
accusative | αχλαδιά | αχλαδιές |
vocative | αχλαδιά | αχλαδιές |
Synonyms
- απιδιά f (apidiá)
- αχλάδα f (achláda) (literary)
- απιδέα f (apidéa) (obsolete)
Related terms
- αχλάδι n (achládi, “pear”)