Definify.com

Definition 2024


αχλαδιά

αχλαδιά

See also: αχλάδια

Greek

Noun

αχλαδιά (achladiá) f (plural αχλαδιές)

  1. pear tree

Declension

Synonyms

  • απιδιά f (apidiá)
  • αχλάδα f (achláda) (literary)
  • απιδέα f (apidéa) (obsolete)

Related terms