Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αχνάρι
αχνάρι
Greek
Noun
αχνάρι
•
(
achnári
)
n
(
plural
αχνάρια
)
Alternative form of
χνάρι
(
chnári
)
Declension
declension of
αχνάρι
singular
plural
nominative
αχνάρι
αχνάρια
genitive
αχναριού
αχναριών
accusative
αχνάρι
αχνάρια
vocative
αχνάρι
αχνάρια
Similar Results