Definify.com
Definition 2024
α'_συνθετικό
α' συνθετικό
Greek
Noun
α' συνθετικό • (a' synthetikó) n (plural α' συνθετικά)
Synonyms
Related terms
- β' συνθετικό n (v' synthetikó, “2nd combining form”)
α' συνθετικό • (a' synthetikó) n (plural α' συνθετικά)