Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
βαδιστής
βαδιστής
Greek
Noun
βαδιστής
•
(
vadistís
)
m
(
plural
βαδιστές
,
feminine
βαδίστρια
)
racewalker
Declension
declension of
βαδιστής
singular
plural
nominative
βαδιστής
βαδιστές
genitive
βαδιστή
βαδιστών
accusative
βαδιστή
βαδιστές
vocative
βαδιστή
βαδιστές
Related terms
βάδην
(
vádin
,
“
racewalking
”
)
Similar Results