Definify.com
Definition 2024
βαθούλωμα
βαθούλωμα
Greek
Noun
βαθούλωμα • (vathoúloma) n (plural βαθουλώματα)
Declension
declension of βαθούλωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βαθούλωμα | βαθουλώματα |
genitive | βαθουλώματος | βαθουλωμάτων |
accusative | βαθούλωμα | βαθουλώματα |
vocative | βαθούλωμα | βαθουλώματα |
Synonyms
- (pothole): λακκούβα f (lakkoúva)